νεκροφάγοι

νεκροφάγοι
νεκροφάγος
eating corpses
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • νεκροφάγος — ο (Α νεκροφάγος, ον) (για ζώα και έντομα) αυτός που τρώγει πτώματα («νεκροφάγοι ὄρνιθες», Δίων, Κ.) νεοελλ. ζωολ. κατηγορία κολεόπτερων εντόμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον, αόρ. β τού ἐσθίω), πρβλ. σαρκο φάγος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”